- δαιόφρων
- δαϊόφρων , δαιόφρωνunhappy in mindmasc/fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δαϊόφρων — ( ονος), ο, η (Α) θλιβερός, θρηνητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάιος (Ι)* + φρων < φρην (φρενός)] … Dictionary of Greek